γρανιτοειδής

γρανιτοειδής
-ές
αυτός που μοιάζει με γρανίτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γρανιτοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, όμοιος με γρανίτη: Βρέθηκαν γρανιτοειδή πετρώματα στην περιοχή μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”